- διαστρέμματα
- διάστρεμμαwrenchneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάστρεμμα — το (AM διάστρεμμα) [διαστρέφω] βίαιη μετατόπιση οστού από άρθρωση, εξάρθρωση, στραμπούλισμα, βγάλσιμο («ἐν τοῑσι πλευροῑσι διαστρέμματα ἔχουσι») μσν. διαφωνία || αρχ. μσν. διαστρεβλωμένο πρόβλημα ή ζήτημα («ἐν πᾱσι τοῑς λοιποῑς τῶν ἐναντίων πρὸς… … Dictionary of Greek
τίλμα — το, ΝΑ [τίλλω] μοτός, ξαντό νεοελλ. στουπί από νήματα παλαιών λινών υφασμάτων και από ξέσματα βαμβακερών υφασμάτων που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό μεταλλικών σκευών, μηχανημάτων ή ως γάζα σε περιπτώσεις τραυματισμών αρχ. 1. τίλση 2. καθετί… … Dictionary of Greek